επικορυφούμαι

επικορυφούμαι
ἐπικορυφοῡμαι, -όομαι (Α) [κορυφούμαι]
υψώνομαι, φθάνω ώς την κορυφή («ἐπικορυφοῡται τῇ ὑπερηφανείᾳ», Γρηγ. Νύσσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επικορύφωμα — ἐπικορύφωμα, τὸ (Α) [επικορυφούμαι] επικτόλωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”